- ἔναιμοι
- ἔναιμοςwith blood in onemasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σαρκώδης — ες / σαρκώδης, ῶδες, ΝΑ [σάρξ, σαρκός] 1. αυτός που έχει σάρκα («θεοὶ ἔναιμοι καὶ σαρκώδεις», Ηρόδ.) 2. όμοιος με σάρκα ως προς την σύσταση ή την μορφή, σαρκοειδής («σαρκῶδες ἔχουσι τὸ φύλλον», Θεόφρ.) νεοελλ. 1. παχύσαρκος, πολύσαρκος, χοντρός 2 … Dictionary of Greek